Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2015

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΗΣ ΓΚΡΕΤΑΣ

Η ΓΚΡΕΤΑ ΜΠΕΛ (Θεοδώρα Θεοδωροπούλου), όταν παρα­μονές των Χριστουγέννων βγήκε από τη φυλακή, βρήκε την "Αθήνα, όπως την άφησε τότες - πριν από πέντε χρόνια - μέσα στα νερά, στις λάσπες και στους άνεμους.
Η Γκρέτα Μπελ ήταν «αστήρ του ελαφρού θεάτρου», μα τέτοιος «αστήρ», που τύφλωνε και τον ήλιο. Καλλιτέχνισσα και καλλιτέχνημα! Όμορφη, σβέλτη, ξυπνή, πανταχού παρούσα, πεισματάρα, εγωίστρια κι αποφασιστική. Και πάνου απ' όλα κα­κιά κ' εκδικητική. Μπορούσε να βγάλει τα μάτια κείνης που θα τολμούσε να της διεκδικήσει τα πρωτεία της νιότης, της ομορφιάς, της τέχνης και της εξυπνάδας.
Από δεκάξι χρονών αστράψανε στη σκηνή (της Αθήνας κι όχι των επαρχιών!) οι γάμπες της, τα ντεκολτέ της, τα φου­σκώματα της, τα τσακίσματα της, η αφοβιά της κι η κοντράλτα φωνή της. Περισσότερους προσκυνητάδες είχε τις νύχτες η Γκρέτα παρ’ όσους είχαν οι βρύσες των συνοικιών τα χαρά­ματα...
Τα χρόνια περνούσανε θριαμβικά, μα κείνη δεν εννοούσε να περάσει. Όλο και πιο νέα και πιο τεχνίτρα - μα και πιο σοφή.
Πολλοί «χτυπημένοι» τη ζητούσανε να την παντρεφτούνε. Μα η Γκρέτα δε βιαζότανε. Δεν ήθελε χαλκάδες. Δεν πήρε κα­νέναν απ’ αφτούς, που τηνε θέλανε παρά κείνον που δεν την ήθελε. για να μην τον πάρ' η «άλλη» - η αντίμαχή της και στο θέατρο και στον έρωτα, η σκρόφα, τρομαρα νά της έρθει!...
Έτσι τον κατάφερε να πει το «ναι» μιαν Κυριακή που ήταν κι αφτή και κείνος μεθυσμένοι.
Αφτός, ο Πότης και πότης, έστρωσε γρήγορα. Με τη μα­στοριά τη δικιά της και με τη ζήλεια τη δικιά του, τον έκανε να την αγαπήσει... Και περάσανε δεκαοχτώ χρονάκια γελαστά κ' εφτυχισμένα - γιατί κ' οι δυο τους δεν εννοούσανε να γεράσουνε και να σοβαρεφτούνε.
Είχανε και μια κορούλα, δεκάξι χρονώνε τώρα, την Αφρώ, που ήτανε σαν τη μάνα της - και την ξεπέρασε κιόλας στην τέχνη και στη ζωή: από δεκατριώ χρονώ πιτσιρίκι δεν είχε πια τίποτα να μάθει. Και πρώτους πρώτους έμαθε τους... πρώτους «φίλους» της μάνας της.
Τραγουδίστρα και χορέφτρα στο ίδιο θέατρο με τη μάνα της, πολύ νωρίς άρχισε να την παραμερίζει. Κ’ η μάνα της έλεγε:
   Η πρώτη εντύπωση!...
Στο αναμεταξύ ο άντρας της είχε μπει στη δέφτερη νεό­τητα. Κείνη όμως δεν εννοούσε να το κουνήσει από την πρώτη! Είχανε παχύνει κ' οι δυο.
Ο Πότης (και πότης) «ξανακύλισε» στα συνήθια της πρώ­της του νιότης. Ξανάρχισε να πίνει. να μην τρώγει στο σπίτι. και να ξενυχτά.
Με άντρες μόνο;
Η Γκρέτα, που ήτανε διαλοτυλιμένη, δε γελάστηκε. Ο άντρας της τα χε ψήσει με την κόρη της «αλληνής» - μια μι­κρούλα σμέρνα, που όπου δάγκανε, έκοβε κομμάτια το κρέας...
Της Γκρέτας δε μπορούσε να της ξεφύγει τίποτες απ' ό,τι γινότανε κι απ' ό,τι μελλόντανε να γίνει - άσε πια τά περα­σμένα και ξεχασμένα!... Μόλις το λοιπόν «είδε» τι τρέχει, γί­νηκε θεριό, πιο θεριό παρ’ όσον ήτανε.
Το πρώτο που σκέφτηκε; να τον εκδικηθεί με τον ίδιον τρόπο. Να τα ψήσει με τον άντρα της «αλληνής». Αλλ' αφτός ήτανε χρόνια, μακαρίτης, ο βλάκας. Με το γιό του! Μα δεν είχε γιο. Τότε λοιπόν θα ξαναπάρει πίσω τον άντρα της σηκωτόν από το γιακά σα να ταν αχερένιος Ιούδας.
— Κάτσε κάτου, βλάκα! του λέει μια μέρα. Σου δωσα τα νιάτα μου, την ομορφιά μου και τη μαστοριά μου, που δεν τα χε καμιά στον απάνου κόσμο. Κατάλαβες; Τώρα λοιπόν αποφάσισε : ή... ή...
-          Τι εννοείς;
-         ‘Η θα βάλεις μυαλό ή θα σου βάλω - αφτό εννοώ!
-         Ακου δω! Σου δωσα μια κόρη μάλαμα. Αφτήνε να κοιτάς κ’ έμενα παράτα με...
-         Να σε παρατήσω να κοιτάς τις κόρες των άλλων. Με ξέρεις καλά;
-         Λόγια του κόσμου...
-         Αν δε βάλεις μυαλό, θα γίνω κ’ εγώ... του κόσμου!
-         Τώρα πια! της απάντησε κοροϊδεφτικά ο άντρας της.
-         Δηλαδή; Για ξηγήσου! (και το στόμα της γέμισε αφρούς).
-         Γέρασες!
Αί αφτό ήτανε! Δεν υπήρχε χειρότερη ατίμωση για τη Γκρέτα! Εβγαλε το πιστόλι από την τσάντα της και τον ξά­πλωσε χάμου...
-         Για να μάθεις πώς δε γέρασα...
Όταν βγήκε από τη φυλακή, δε βρήκε τίποτες αλλαγμένο μέσα της κι όξω της. Είχε μείνει λίγο στις φυλακές Αβέρωφ («φόνος έξ αμελείας»). Κ’ έτσι δεν πρόλαβε τίποτα ν' αλλάξει.
-         Θα ξαναρχίσω τη ζωή μου!
Δεν ήθελε να πάει στο σπίτι της για να μη συναντηθεί με την κόρη της, αν κ’ η μικρή ταξίδεβε μ' ένα θίασο στις επαρ­χίες. Ηξερε, πώς η κόρη της θα μισούσε τη μάνα της για φόνισσα του πατέρα της, όπως κ' η μάνα μισούσε την κόρη της για κόρη του αντρός της. Όμως πιότερο απ’ όλα μισούσε και φοβότανε το ίδιο της το σπίτι. Νόμιζε, πως ολ' οΕ τοίχοι θα της φωνάζουν ασταμάτητα την απαίσια φράση! 1
-          Γέρασες!
Φόρτωσε λοιπόν τα πράματά της σ' ένα ταξί και τράβηξε για κάποιο ξενοδοχείο της Ομόνοιας.
-         Ένα δωμάτιο στο πέμπτο (για να βλέπει τον κόσμο από ψηλά!).
Πήρε πρώτα ένα ζεστό μπάνιο. Βάφτηκε κατόπι, φόρεσε το μάβρο της το ταγιέρ και τράβηξε για το κουρείο. Έβαψε και φριζάρισε τα μαλλιά της, έκανέ μανικιούρ στα ωραία της τα νύχια, μασάζ στο μεσόφρυδο - κι όταν βγήκε όξω, σειστή και λυγιστή, στεκόταν ο κόσμος και την κοίταζε.
-          Δε σου το λεγα; μουρμούρισε μέσα της.
Πήγε να βρει τον παλιό της το θιασάρχη.
-         Βρε, καλώς τηνε. Η ίδια κι απαράλλαχτη, καλύτερη δηλαδή. Δυστυχώς για τώρα το προσωπικό του θιάσου είναι συμπληρωμένο.
Τράβηξε να βρει τους παλιούς της συναδέρφους στο καφε­νείο. Ολοι τη χαιρετήσανε, με φκιαχτόν ενθουσιασμό...
-         Ε! Στην αρχή... Με τον καιρό θα σιάξουνε τα πρά­ματα...
Αλλά μήτε την άλλη μέρα μήτε την παρ’ άλλη σιάξανε τα πράματα. Κανένας δεν την ήθελε - κι όσο μπορούσανε την αποφέβγανε.
-          Γιατί; έλεγε μέσα της. Με ζηλέβουν!.. Είμαι καλύτερη τους... Με φοβούνται... Μα θα βρω δουλειά - και θα τους αποφέβγω τότες εγώ...
Την παραμονή των Χριστουγέννων πήγε κι απομονώθηκε στην κάμαρά της. Αναψε όλα τα φώτα, κι άρχισε να γδύνεται μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη της γκαρνταρόμπας.
-          Για να κοιταχτώ καλά.
Τανύστηκε, όσο μπορούσε. Τα στήθια της, τα κιτρολέιμονα σαν κουρασμένα. Οι γοφοί της σα να είχανε παραφουσκώσει και το λαμπαδιαστό της το κορμί σα να χε κοντύνει.
Πώς;
Κόλλησε το πρόσωπό της στο γυαλί. Τα μαλλιά της ήτανε πολλά κι αστραφτερά. Τα τσίνορα της μακριά και στριμμένα από μοναχά τους. Τα φρύδια της ψιλό γαϊτανάκι.  Αλλά τούτ' οι ίσκιοι, οι ρυτίδες, τι γυρέβανε στα διπλανά των χειλιών κι ανά­μεσα στα μάτια και στα κροτάφια
Κοιτάχτηκε γύρα της σα φοβισμένη μην την είδε κανείς.
-         Ώστε... γέρασα! συμπέρανε μ’ απελπισία.
Γιατί λοιπόν εσκότωσα τον άντρα μου;
Τυλίχτηκε στη ρόμπα της όπως όπως κι άρχισε να περ­πατάει πάνου κάτου στην κάμαρα της - και κάπνιζε το να κατόπι στ’ άλλο το γεμάτο πακέτο. Ολην τη νύχτα.  Ως την ώρα που αρχίσανε να χτυπάν οι καμπάνες· τ’ Άη - Κωνσταντίνου για τη λειτουργία της μεγάλης γιορτής...
Ανοιξε το παράθυρο κι έσκυψε να δει κάτου στο δρόμο, Κανείς. Η βροχή βαστούσε τόσες μέρες τώρα και τα φώτα φαινόντανε σαν τυλιγμένα σε κρεπ και νυσταγμένα.
Αφτές oι καμπάνες την εκνεβρίζανε.
-         Ώστε γέρασα; Πού να πάω; Όλα τα μπόρεσα... Όλους μπορούσα νά τους σκοτώσω... το χρόνο δε μπορώ!..
-         Τον εαφτό σου δεν μπορείς! μια φωνή της απάντησε μες από τα βάθη του είναι της.
-         Αφτό είναι!.. συλλογίστηκε.
Κι ανοίγοντας τα χέρια της σταβρό τινάχτηκ' έξω απ’ το παράθυρο. Πέφτοντας της έφυγε η ρόμπα... Και το γυμνό της σώμα κόλλησε στη λάσπη μέσα στα αίματα...
Οι δυο τρεις διαβάτες, που τρέχανε να ξεφύγουνε τη βρο­χή, δε σταθήκανε καν να ιδούνε.
- Μέρα που βρήκε! μουρμουρίσανε. Και χαθήκανε στο σκοτάδι.

Κι τότε ρωτήσανε να μάθουνε ποια είναι! Κ' ήταν η Γκρέτα Μπελ!...

___________________

Στο ΑΤΕΧΝΩΣ δημοσιεύται ένα αθησαύριστο χριστουγεννιάτικο διήγημα του Κώστα Βάρναλη με τίτλο «Χριστούγεννα διαρκείας»

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015

Η τελευταία ημέρα του Κώστα Βάρναλη (16/12/1974)

Ήταν Δευτέρα 16 Δεκέμβρη 1974 το απόγευμα, και το θέατρο «Αλίκη» είχε πλημμυρίσει μέσα κι έξω από κόσμο – τόσος κόσμος που ήταν αδύνατο να χωρέσει ακόμη και σε άλλο χώρο με διπλάσια και τριπλάσια δυνατότητα. Χρειαζόταν στάδιο, θα γράψουν την άλλη μέρα οι εφημερίδες. Όπως θα πει ο ίδιος ο Κώστας Βάρναλης στην ευχαριστήρια επιστολή του:
Mε την ευκαιρία μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως, σε όλη μου τη ζωή του δασκάλου, του λογοτέχνη και του δημοσιογράφου, ποτέ δεν έκανα ούτε έγραψα τίποτα παρά τη συνείδηση μου και εναντίον του λαού (εναντίον της ελευθερίας μου και των ελευθεριών του).
Η αποψινή τιμητική διάκριση έχει εξαιρετική σημασία για μένα, γιατί είναι η πρώτη, στα 88 μου χρόνια, που μου γίνεται στην Ελλάδα.
 Ο ποιητής δεν μπορεί να παραστεί στην εκδήλωση για λόγους υγείας. Το βράδυ της Τετάρτης 14 Δεκέμβρη 1974 είχε εισαχθεί επειγόντως στη Γενική Κλινική Αθηνών. Το πρωί της μέρας της εκδήλωσης της ΕΣΗΕΑ είχε πάρει εξιτήριο κι είχε επιστρέψει σπίτι του, χωρίς όμως να είναι σε θέση να υποστεί την ταλαιπωρία που θα επέβαλλε η παρουσία του στην τόσο τιμητική γι΄ αυτόν βραδιά της Ένωσης Συντακτών.
Η συνέχεια στο atexnos.gr

Παρασκευή 29 Μαΐου 2015

Οι …καβγάδες του Βάρναλη

Από το αφιερωμένο στην Ελλη Αλεξίου «Μονόγραμμα» αντλήσαμε δύο περιστατικά με λογοτεχνική και όχι μόνο αξία και πρωταγωνιστή τον Κώστα Βάρναλη.
Η Ελλη Αλεξίου θυμάται και αφηγείται:
Θυμούμαι έναν σπουδαίο επίσης καβγά και εκεί θυμούμαι, παρόλη την απειρία μου ακόμη, ότι είχα ταχθεί με φανατισμό με την πλευρά της Γαλάτειας (σ.σ. Καζαντζάκη). Είχε εκδώσει ο Γιάννης ο Αποστολάκης ένα βιβλίο του υπέρ αμυνόμενων στις απόψεις του Σολωμού στο «Ελεύθεροι πολιορκημένοι» και η Γαλάτεια είχε στεναχωρηθεί πολύ και είχε καβγαδίσει με τον Βάρναλη, που ο Βάρναλης εξεσπάθωσε κατά του Αποστολάκη μ’ έναν παράλληλο βιβλίο αντίθετο, με τίτλο «Σκλάβοι πολιορκημένοι». Και εκεί ειρωνευότανε τους Μεσολογγίτες, αν είναι δυνατόν, λέει, να τρώνε τα ποντίκια. Και ότι όλες αυτές οι τάχα μου θυσίες και πατριωτικές εξάρσεις είναι μόνο γελοιοποίηση και έξω της φυσικής πορείας των ανθρώπων.
Η Γαλάτεια όμως τότε είχε θηρίο γίνει και λέει, έλεγε του Βάρναλη, επειδή είσαι φαγάς εσύ και επειδή δεν μπορείς να στερηθείς τον έρωτά σου προς το καλό φαγητό, νομίζεις ότι δεν μπορούσε να υπάρξουνε και ήρωες που στερούνται τα πάντα χάρη της πατρίδας και που μη έχοντες τι να φάνε τρώνε χόρτα. Δεν μπορείς να το κατανοήσεις λόγω της φυσικής σου πορείας έναντι της τροφής.
Και ήτανε τέτοιος ο καβγάς τους, που σχεδόν όλη η παρέα είχε γίνει δύο κόμματα. Αλλά είμαι υπέρ της Γαλάτειας. Υστερα από κάμποσο καιρό, ύστερα από 2-3 χρόνια ο Βάρναλης σαν να συναισθάνθηκε πως το είχες παρατραβήξει έτσι το σχοινί και εις τα δεύτερά του έργα που έγραψε, εις το δοκίμιο που έγραψε μετά για το Σολωμό και που δεν δίνει πια τον τίτλο «Σκλάβοι πολιορκημένοι», παρά μόνο απλώς τα λέει Σολωμικά και κάνει και στην εισαγωγή του μια μικρή μικρή αυτοκριτική ότι εις αυτό το βιβλίο μερικές απόψεις θα τις δούμε αλλαγμένες κτλ. Είχε καταλάβει ότι πραγματικά ο πατριωτισμός, ο ηρωισμός, αυτά τα υψηλά αισθήματα έρχονται στιγμές που κατακτούνε τις καλές διάνοιες.
Τέτοιους καβγάδες θυμούμαι πολλούς. Και με τον Θεοτόκη θυμούμαι καβγάδες. Δηλαδή να καβγαδίζει ο Θεοτόκης με τον Βάρναλη. Να λέει ο Βάρναλης του Θεοτόκη ότι οι αντιλήψεις σου δεν είναι σοσιαλιστικές. Λες ότι είσαι σοσιαλιστής αλλά αυτά που λες ότι δεν πρέπει να τρέφεσαι από ένα κράτος που το υβρίζεις, αυτό είναι βλακεία. Διότι για εμένα, λέει, και εκεί φυσικά όλοι είχαμε καταλάβει ότι το άδικο το είχες ο Θεοτόκης, διότι τι θα πει, μήπως η Ελλάδα είναι ένα κράτος ενός βιομήχανου. Η Ελλάδα είναι ένα κράτος, ανήκει σ’ όλους μας και μπορούμε όλοινα την αγαπούμε και να τη βλέπουμε ως τιμή πατρίδα. Αλλά ο Θεοτόκης έβλεπε τότε την Ελλάδα σαν μια βιομηχανική υπηρεσία, μια επιχείρηση που δεν μπορεί να τη βρίζει και να τρώει απ’ αυτή.
Τέτοιους καβγάδες ωραίους, αλλά και οι καβγάδες ήταν πάντα υψηλού επιπέδου, υψηλών θεμάτων. Ηταν θέματα κοινωνικά, ηθικά, λογοτεχνικά…
Άλλος καβγάς πώς μετέφρασε ο Καζαντζάκης και αν ήταν σωστή η μετάφραση που έκανε του Ντάντε. Αν ο Ντάντε μεταχειριζόμενος όλο το γλωσσάριο το ιταλικό μπορούσε καν να συγγενέψει με τον Καζαντζάκη όταν χρησιμοποιούσε όλο το ελληνικό γλωσσάριο. Ότι δεν μπορούσε να αποκτήσει ο Καζαντζάκης αυτή την αίσθηση τη γλωσσική που είχε αποκτήσει ο Ντάντε εισάγοντας όλο το γλωσσολογικό πλούτο της Ιταλίας. Από τέτοιες, όλη η ζωή μας  ήταν τέτοιοι γι’ αυτό ενοχλούμε σήμερα που βλέπω τους ανθρώπους να ασημαντολογούν και να περιττολογούν όλη την ημέρα. Τα σπίτια μπορούσαν να γίνουν Ακαδημίες αν οι γονείς έδιναν άλλη τροπή στα ενδιαφέροντα τους.


Ευχαριστούμε τον Γιώργο και την Ηρώ Σγουράκη, παραγωγούς της εκπομπής «Μονόγραμμα»  που μας παραχώρησαν αντίγραφο της εκπομπής για την Ελλη Αλεξίου και την απομαγνητωφώνησή της. Η συγκεκριμένη εκπομπή υπάρχει και στο youtube.
ΠΗΓΗ ΑΤΕΧΝΩΣ

Τρίτη 21 Απριλίου 2015

Η «Συμφωνία»

Η «Συμφωνία»

Μόλις ήρθε η «Συμφωνία»
κι άρχισε να σπα κρανία.
Αμερικανοί ματρόζοι,
γκάγκστερ όλοι και μαφιόζοι.

Με την προστασία των νόμων
δίκαιοι κατά παρανόμων!
γροθιά και με σουγιά
τρεις μαφιόζοι έναν ραγιά!
Άντροι αυτοί κι εμείς μπικίνι,

ξένοι εμείς και ντόπιοι εκείνοι.
Κι ο λαός; Του τα ’χει κόψει
της διχτατορίας η κόψη!
Ξεφωνάει πεσμένος χάμου:
«Σφάξε με ν’ αγιάσω, αγά μου!»

Στην αισχρή ετεροδικία
αντιτάξου, Αυτοδικία!
διώχ’ την ξένη ετούτη λέρα

κι αυτουνούς που τηνε φέρα’.

(Από τη συλλογή «Οργή λαού»)

Κυριακή 1 Μαρτίου 2015

Καλό μήνα...


«Σαν καρδερίνα του Mαρτιού με τα φτερά τ’ αστραφτερά,
που σε βαθιά τριανταφυλλιά, πλάι σε τρεχάμενα νερά,
μ’ άχερα, λάσπη και μαλλί ζεστή φωλιά κρεμάει,
την κούνια σου παιδάκι μου, με ξύλα φτιάχνω ευωδερά
και βάνω προσκεφάλι σου τον ήλιο του Aνθομάη.»
Απόσπασμα από το ποίημα «Oι πόνοι της Παναγιάς» του Kώστα Bάρναλη



Κάποτ’ ήμουνα γερό,
κάθε φλέβα μου κι αηδόνι
κι όλον είχα τον καιρό
να χαρώ και για να σύρω
το χορό μπροστά και γύρω.

Στης αμυγδαλιάς τα χιόνια,
στις λιακάδες του Φλεβάρη,
στου Μαρτιού τα χελιδόνια
και στ’ Αυγούστου το φεγγάρι
είχες μου, καρδιά, σπαρτάρει.
(Απόσπασμα από το ποίημα «Το Κορμί κι η Ψυχή»)

Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2015

Αφιερωμένο σε Αγγελάκα - Πανούση

Από το ποίημα του Βάρναλη «Αρχή σοφίας»
...Ἂν θέλεις νὰ χαρεῖς
τὴ λεφτεριά, νωρὶς
γίνε προδότης, γίνε!
Τιμή, ντροπὴ δὲν εἶναι.
Θά ῾ναι μαζί σου οἱ νόμοι
κι ἡ πλερωμένη γνώμη!
Πέτα τὴν ἀνθρωπιά σου
κι ἀπ᾿ τὸν ἀφέντη πιάσου!
Κι ἅμα σὲ φτύνει ἀφτός,
νὰ κάθεσαι σκυφτὸς
καὶ θά ῾χεις τὰ πρωτεῖα
στὴ σάπια πολιτεία...

Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2015

Αφιέρωμα στον Κώστα Βάρναλη



Σαν σήμερα 14 Φλεβάρη 1884 γεννήθηκε ο Κώστας Βάρναλης. Με αφορμή την επέτειο γέννησης του ποιητή το ηλεκτρονικό περιοδικό ΑΤΕΝΧΩΣ ετοίμασε ένα αφιέρωμα, αναδημοσιεύοντας μια σημαντική αλλά και απολαυστική συζήτηση του Κώστα Βάρναλη με τον Ν. Κατηφόρη που δημοσιεύτηκε το Φλεβάρη του 1935 στο περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι», εκτενές φωτογραφικό αφιέρωμα και επιλογή στίχων.
Επιμέλεια Ηρακλής Κακαβάνης

Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2015

Ο ένθερμος φιλέλληνας Αλέξανδρος Πούσκιν

Αλέξανδρος Πούσκιν, Ρώσος ποιητής παγκόσμιας ακτινοβολίας. Στη χώρα του τον αποκαλούν «Ηλιο της ρωσικής ποίησης. Γεννήθηκε στη Μόσχα από αριστοκρατική οικογένεια το 1799. Πέθανε σαν σήμερα το 1837.

Από μικρό παιδί είχε κλίση προς τη λογοτεχνία. Αγαπούσε πάρα πολύ την Ελλάδα. Ηταν μελετητής και θαυμαστής της αρχαίας ελληνικής τέχνης και πολιτισμού.
«Ο μεγάλος αρχαιολάτρης και φιλέλληνας Πούσκιν έβλεπε τον αγώνα της ανεξαρτησίας των Ελλήνων, τα επαναστατικά γεγονότα, μέσα από το πρίσμα της ελληνικής αρχαιότητας, καλούσε τα πνεύματα του παρελθόντος αρωγούς στον αγώνα τους και έβλεπε τους εξεγερμένους Ελληνες με τις αρχαίες ενδυμασίες. Ετσι, κατά τη χρονική περίοδο 1821 – 1823, ο Πούσκιν συμμεριζόταν τις ρομαντικές αυταπάτες σχετικά με το κίνημα των Φιλικών και εξέταζε τα επαναστατικά γεγονότα των Ελλήνων διά μέσου του πρίσματος της αρχαιότητας. Βέβαια, κατά την εξεταζόμενη χρονική περίοδο, στη Ρωσία κυρίαρχη θέση κατείχε η αρχαιοελληνική λατρεία» (Κώστας Αυγητίδης «Ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός στα έργα του Αλ. Πούσκιν», Ριζοσπάστης).
Αφιέρωσε αρκετά ποιήματα στον ελληνικό λαό που πολεμούσε για την απελευθέρωσή του από τους Τούρκους. Δύο από αυτά μετέφρασε ο Κώστας Βάρναλης. Το ποίημα «Εμπρός Ελλάδα» το οποίο συμπεριέλαβε στα «Ποιητικά» (1956). Η μετάφραση αυτού του ποιήματος πρωτοδημοσιεύτηκε στα 1949 στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα» (Χριστούγεννα 1949 τεύχ. 7-8) με τον τίτλο «Για την Ελλάδα του 1921». Μαζί με αυτό στα «Ελεύθερα Γράμματα» δημοσίευσε και τη μετάφραση ενός ακόμη ποιήματος του Πούσκιν την οποία δε συμπεριέλαβε στα «Ποιητικά». Πρόκειται για το ποίημα με τίτλο «Σε μια πιστή Γραικιά» που παρουσιάζουμε σήμερα (Αθησαύριστο ποίημα, αναδημοσιεύτηκε στο blog «Ο άγνωστος Βάρναλης και αδημοσίευτα ποιήματά του»).
ΕΜΠΡΟΣ ΕΛΛΑΔΑ
Εμπρός, στηλώσου, Ελλάδα επαναστάτισσα,
βάστα γερά στο χέρι τ’ άρματά σου!
Μάταια δεν ξεσηκώθηκεν ο Όλυμπος,
η Πίνδο, οι Θερμοπύλες — δόξασμά σου.
Απ’ τα βαθιά τους σπλάχνα ξεπετάχτηκεν
η λευτεριά σου ολόφωτη, γενναία
κι απ’ τον τάφο του Σοφοκλή, απ’ τα μάρμαρα
της Αθήνας, πάντα ιερή και νέα.
Θεών κι ηρώων πατρίδα, σπάζεις άξαφνα
το ζυγό σου και την ενάντια Μοίρα
με τον ηχό, που βγάνει του Τυρταίου σου,
του Μπάιρον και του Ρήγα η άξια λύρα.
ΣΕ ΜΙΑ ΠΙΣΤΗ ΓΡΑΙΚΙΑ
Πιστή Γραικιά μην τον θρηνείς! ΄Εχει σαν ήρωας πέσει
βόλι  πικρό του χώρισε τα στήθια μεσ” τη μέση…
Μην τον θρηνείς… Τάχατε συ δεν τού “δειξες το δρόμο
σαν κίνησε περήφανος μ” όπλο βαρύ στον ώμο
και του “πες με μελωδική φωνή: «Μπροστά σου νάτος
ανοίγει ο δρόμος της τιμής από θυσίες γιομάτος»;
Σ” αποχαιρέτησε  σεμνά κι αμίλητα ο καλός σου
ξέροντας πως παντοτεινός θαν” ο αποχωρισμός σου…
Αλαφροχάιδεψε μ” ευχή το τρυφερό βλαστάρι
των σπλάγχνων του, που κράταγες  στον κόρφο με καμάρι!…
Κι όταν στητή μαστίγωσε τον άνεμο η παντιέρα
της  λευτεριάς η ολόμαυρη κι έφτασε η τίμια μέρα
καθώς ο Αριστογείτονας μυρτιάς κλαδί είχε δέσει
στην ατσαλένια σπάθα  του, που κρέμασε στη μέση.
Ετσι κι αυτός, απόμεινε στη μάχη: Ένας γενναίος
γι” το που δεν ορίζεται και δε μετριέται χρέος!…
Επιμέλεια: Ηρακλής Κακαβάνης 
Πηγή: Ατέχνως

Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2015

Για τον Γρηγόριο Ξενόπουλο

Σε αφιέρωμα του διαδικτυακού περιοδικού Ατεχνως στον Γρηγόριο Ξενόπουλο παρατίθεται και μία σύντομη γνώμη του Βάρναλη για το Ζακυνθινό συγγραφέα.

 Γρηγόριος Ξενόπουλος
Ο Ζακυνθινός μυθιστοριογράφος, συγγραφέας θεατρικών έργων και εξαιρετικός κριτικός  Γρηγόριος Ξενόπουλος γεννήθηκες στις 9 Δεκέμβρη 1867 και πέθανε στις 14 Γενάρη 1951 σε ηλικία 84 χρόνων.
Ο Ξενόπουλος έγραψε περισσότερα από 80 μυθιστορήματα, πλήθος διηγημάτων, «αθηναϊκά» και «ζακυνθινά» και 46 θεατρικά έργα, ενώ θεωρείται ο «εισηγητής» του «αστικού μυθιστορήματος». Ως κριτικός, επίσης, ήταν ο πρώτος που παρουσίασε τον Κωνσταντίνο Καβάφη, το 1903 και ήταν ο πνευματικός πατέρας πολλών από τους «μεγάλους» λογοτέχνες του προηγούμενου αιώνα.
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος ένωσε τις δυνάμεις του με εκείνες των πρώτων Ελλήνων σοσιαλιστών, βοήθησε στην έκδοση των εφημερίδων τους «Αρδην» και «Κοινωνία», ενώ εξέθεσε τις θέσεις του για το σοσιαλισμό στο έργο «Πλούσιοι και Φτωχοί» του 1919, το οποίο θεωρείται από τα καλύτερά του. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής έδρασε στα πλαίσια του ΕΑΜ.
Γράφει γι’ αυτόν ο Κώστας Βάρναλης: «Αλλ” ο Ξενόπουλος δεν υπήρξε μονάχα προοδευτικός άνθρωπος των γραμμάτων παρά και άνθρωπος. Ευθύς, έντιμος, καλόβολος, ειλικρινής, πολιτισμένος κι αξιοπρεπής. Κ” είχε κρίση ασφαλή πάνου από το ατομικό του συμφέρο. Μαζί με τη γοητεία του ύψους του η κριτική του αξιοσύνη είναι τα πνευματικά του στοιχεία, που δεν θα πεθάνουν».
Επιμέλεια: Ηρακλής Κακαβάνης

Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2015

Ο Βάρναλης για τον Ροΐδη

Αναδημοσιεύουμε από το facebook του διαδικτυακού περιοδικού «Ατεχνως» το μικρό αφιέρωμα στον Εμμ. Ροΐδη που κυρίως στηρίζεται στην άποψη του Κώστα Βάρναλη για το σημαντικό αυτό Ελληνα λογοτέχνη.

Το περιοδικό «Ατέχνως» βρίσκεται σε δοκιμαστικό στάδιο λειτουργίας, όμως όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις ενημερώνεται με επίκαιρα θέματα και βρίσκει τρόπους να τα κοινοποιεί. Το περιοδικό θα κάνει την εμφάνισή του την Πέμπτη 15 Γενάρη. Στη συντακτική ομάδα του περιοδικού συμμετέχει και ο Ηρακλής Κακαβάνης.


Εμμ. Ροΐδης

Στις 7 Γενάρη 1904 πέθανε ο Εμμ. Ροΐδης. Γεννήθηκε το 1936 στη Σύρα της Ερμούπολη. Πολλοί ξένοι αλλά και Ελληνες μελετητές της παγκόσμιας λογοτεχνίας τον κατατάσσουν στην ίδια κλίμακα με τις μεγαλύτερες μορφές όπως ο Ντοστογιέφσκι. Το βέβαιο όμως είναι ότι στη χώρα μας υποτιμήθηκε. Ισως γιατί ενόχλησε την κυρίαρχη τάξη της εποχής του, μιας και η σάτιρά του στράφηκε ενάντια στο λογιοτατισμό και στη φεουδαρχία.
Εγραψε ο Κώστας Βάρναλης για τον Εμμ. Ροΐδη στην «Πρωΐα» το 1942:
«Ο Ροΐδης δεν ήτανε απλώς έξυπνος αλλά και θετικό μυαλό χωρίς προλήψεις. Κι όχι μοναχά μορφωμένος παρά και προοδευτικός άνθρωπος. Και μαχητής στην εποχή του μίαν εποχή πνευματικής αντίδρασης όταν το πανεπιστήμιο έδινε το σύνθημα της επιστροφής προς τα πίσω και «καθάριζε» τη γλώσσα του λαού (…) κι όταν οι ποιηταί της γενεάς εκείνης έγραφαν ''σεληνοφωτίστους αστέρας'' ''συνιστώσας σάρκα ψυχάς'' και «δρώντας νεκρούς» ο Ροΐδης στάθηκε προοδευτικός και συγχρονισμενος διανοητής. Από τους πρώτους δέχθηκε τη θεωρία του περιβάλλοντος στην εξήγηση του αισθητικού φαινομενου κι από τους πρώτους αναγνώρισε την αλήθεια πως η ζωή δεν είναι στάσιμη παρά εξελίσσεται και πως τα ιδανικά δεν είναι σε κάθε καιρό τα ίδια.
Βέβαια οι ‘’αλήθειες’’ αυτές είναι αλήθειες μισές Αλλά για την εποχή εκείνη ήσαν σχεδόν επαναστατικές. Επαναστατικός εδείχτηκε ο Ροΐδης και στο ζήτημα το γλωσσικό. Από τους πρώτους ενθουσιάσθηκε με το ‘’Ταξίδι’’ του Ψυχάρη κ' υποστήριξε με το βιβλίο του ‘’Τα είδωλα’’ τα ιστορικά δικαιώματα της δημοτικής».


Επιμέλεια: Ηρακλής Κακαβάνης