Τετάρτη 10 Απριλίου 2013

Ν. Καζαντζάκης - Κ. Βάρναλης

Αναδημοσιεύουμε απόσπασμα από άρθρο του Αλέκου Α. Ανδρικάκη στην εφημερίδα «Πατρίς» της Κρήτης. Το απόσπασμα που αναδημοσιεύουμε σχετίζεται με το ποίημα του Βάρναλη «Συμπόσιο» που συμπεριλαμβάνεται στα «Ποιητικά» του 1959. Δεν υιοθετούμε το χαρακτηρισμό κακεντρεχής για την κριτική του Βάρναλη στην «Οδύσεια». Για να έχει καλύτερη εικόνα ο αναγνώστης στο δεύτερο μέρο παραθέτουμε ένα απόσπασμα από χρονογράφημα του Βάρναλη στην «Αυγή». 

Α’ ΜΕΡΟΣ
«Η αφιέρωση του Βάρναλη
Στο ίδιο όμως περιοδικό υπάρχει ένα επίσης άγνωστο ποίημα που σχετίζεται με τον Καζαντζάκη (Πέτρο Ψηλορείτη). Πρόκειται για ένα ποίημα του νεαρού τότε Κώστα Βάρναλη, που είχε συνεργασία με τα ’’Γράμματα’’, και το οποίο είχε δημοσιευτεί τρία χρόνια νωρίτερα (φυλλάδα 9-10, Οκτώβριος – Νοέμβριος 1911). Τίτλος του «Συμπόσιον» και ο ποιητής το αφιέρωνε στο φίλο του Πέτρο Ψηλορείτη. Στην αποδελτίωση του στιχουργήματος από το αρμόδιο τμήμα του Πανεπιστημίου της Πάτρας, στις συλλογές του οποίου υπάρχει το αλεξανδρινό φιλολογικό περιοδικό, από παραδρομή αναφέρεται ότι το ’’Συμπόσιον’’ είναι ποίημα του Πέτρου Ψηλορείτη. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ποίημα του Βάρναλη αφιερωμένο στον Καζαντζάκη (Ψηλορείτη). Και βέβαια υπάρχει η εξήγηση για την αφιέρωση. Τον Αύγουστο του 1911 οι δύο μεγάλοι των ελληνικών γραμμάτων, που διατηρούσαν επαφές, είχαν περάσει μαζί τις διακοπές τους στο Κράσι. Εκεί παραθέρισαν ως μια παρέα νέων ηλικιακά διανοούμενων, οι οποίοι αργότερα θα είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ελληνική λογοτεχνία. Φιλοξενούμενοι συγγενή του πατέρα της Έλλης και της Γαλάτειας Αλεξίου, βρέθηκαν μαζί με τις δύο αδελφές, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Κώστας Βάρναλης, ο Μάρκος Αυγέρης, αργότερα δεύτερος σύζυγος της Γαλάτειας, ο φίλος του Καζαντζάκη Χαρίλαος Στεφανίδης. Στο φωτογραφικό αρχείο των εκδόσεων Καζαντζάκη έχει διασωθεί φωτογραφία από τον παραθερισμό της παρέας αυτής, αλλά από τον επόμενο Αύγουστο, όταν επαναλήφθηκε η πρόσκληση. Πιθανώς, γοητευμένος από την προσωπικότητα του Καζαντζάκη, ο Βάρναλης τού αφιέρωσε λίγο μετά το ποίημά του.

Πάντως ο Καζαντζάκης δεν ανταπέδωσε τη συγκεκριμένη απόδοση τιμής του Βάρναλη. Μετά από 11 χρόνια, όταν ο Βάρναλης, υπογράφοντας ως Δήμος Τανάλιας, εξέδιδε την εμβληματική ποιητική δημιουργία του «Το Φως που καίει», με την οποία έκανε τη μεταστροφή του στην κοινωνική ποίηση, εισέπραξε μια μάλλον κακεντρεχή κριτική του Καζαντζάκη. Σ' ένα γράμμα του προς τη Γαλάτεια, ο Νίκος Καζαντζάκης έγραφε: «Cherie, τώρα λαβαίνω τις εφημερίδες με το "Νουμά". Ξεφυλλίζοντας το "Νουμά" είδα μια κριτική για κάποιο "Τανάλια". Δεν τολμώ να πιστέψω πως είναι ο Βάρναλης. Θα 'ναι κανείς μαθητής καθυστερημένος του Παλαμά. Σκέψη, στίχος, ρητορεία - όλα Παλαμοφέρνουν. Αν πρόκειται για το Βάρναλη σε παρακαλώ θερμότατα στείλε μου το βιβλίο για να το διαβάσω με προσοχή. Θέλω ν' αλλάξω γνώμη. Αφήνω τη σκέψη του (πόσο είναι "σοσιαλιστικά" πίσω δε λέγεται), ο στίχος, η ποίηση, είναι ανάξια ρητορεία κι αφηρημένες έννοιες και κεφαλαία γράμματα». Φυσικά ο Καζαντζάκης, που θα γνώριζε ότι ο Τανάλιας ήταν ο Βάρναλης δεν είχε δίκιο, αφού το έργο αυτό έχει θεωρηθεί από τις κορυφαίες παραγωγές του Βάρναλη. Αρκετά αργότερα, στα 1939, ο τελευταίος ανταπέδωσε στα ίσα. Όταν πήρε στα χέρια του την ’’Οδύσσεια ’’, έγραψε με ανάλογη κακεντρέχεια: ’’Πρόκειται για μια ανοιχτόκαρδη φάρσα’’»!
(εφ. Πατρίς»)


Β’ ΜΕΡΟΣ
Στον τάφο του μόνο δάφνες ταιριάζουνε τώρα. Πολλά, πρόωρ' ακόμα, κι αντιφατικά γραφτηκανε στις εφημερίδες αυτών των ημερών για τον άνθρωπο και για το έργο του. Κι αυτός και κείνο έχουν αντι­φάσεις. Ζούσανε διπλή ζωή. Μιαν Αληθινή και μια φκιαχτή.
Ο Καζαντζάκης* ειταν όχι τόσον ένας δημιουργός ηρώων παρά, πολύ περισσότερο, ηρωας ο ίδιος! Ηρωας της δουλειάς, της μάθησης, των ταξιδιών, της σκέψης και της αυτοκυριαρχίας. Θα μείνει μοναδικό παράδειγμα αδιάκοπης προσπάθειας για την κατάχτηση της κορυφής. Ο Σικελιανός* ειτανε πηγαίος πληθω­ρικός τύπος — εκρηκτικός και στη ζωή του και στους στίχους του. Εφτανε με άλματα στο τέρμα. Ειτανε προικισμένος από τη Φύση μέσα στη Φύση — αυτός το κέντρο. Ο Καζαντζάκης* κατάφερνε ν' αντικατασταίνει τον αυθορμητισμό με τον καιρό και με τον κόπο - καταπώς ήθελε δ Σολωμός. Ομως κι ο καιρός κι ο κόπος αφησανε τα ίχνη τους στα κείμενα του.
Ολη του η αγωνία, όπως φαίνεται και στα βιβλία του και στα ιδιωτικά του γράμματα, είτανε να καταπλήξει με την εντυ­πωσιακη, την απροσδόκητη την υπερβολική φράση — την αλη­θεια του περιεχομενου την είχε για δεύτερο πράμα. Γι' αυτόν το λόγο το έργο του κάνει εντύπωση, μα δεν πείθη. Δεν κινεί την πραγματικότητα - γιατί μένει έξω απ’  τη φλεγόμενη βάτο, την πραγματικότητα.
Αλλωστε, στην ουσία της, η φιλοσοφία του είναι άρνηση της πραγματικότητας: του φαινομένου! Είναι πέρα κι από τις αληθειες κι από τα ψέματα, όπως ο Νίτσε πέρ' απ' το καλό και το κακό. Ο θανατος — η τελευταία πράξη. Και αρχή.
Αυτός ο μηδενισμός του τον εμπόδισε να πάρει θέση πουθενά. Εμεινε πάντα έξω απ' όλα - έκτος αν κάποτε κάπου ερα­σιτεχνικά και περαστικός. Μόνο στο δημοτικισμό έμεινε πάντα πιστός αγωνιστής κ' ένας από τους τελευταίους, που απομείναμε, οπαδούς του Κανόνα.
(Κώστας Βάρναλης «Αυγή)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου