Κυριακή 3 Μαρτίου 2013

ΧΑΝΙΑ: Ομιλία Μαρίας Μαθιουδάκη





Αν κατά τον Ηρακλή Κακαβάνη είναι δύσκολο το τόλμημα να γράψεις για το Βάρναλη, γίνεται ακόμη πιο δύσκολο για μένα απόψε να παρουσιάσω αυτήν την τόσο εξαιρετική δουλειά που έφερε εις πέρας με πολύ μεράκι και κόπο ο συγγραφέας του βιβλίου «Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του». Από την αρχή μας κάνει εντύπωση το γεγονός ότι ενώ κοντεύουν 40 χρόνια από το θάνατο του ποιητή δεν έχει γίνει ακόμα συγκεντρωτική έκδοση των έργων του, δηλαδή δεν υπάρχει έκδοση των Απάντων του Βάρναλη.
Το βιβλίο αυτό όχι μόνο  φέρνει στο φως άγνωστα στο ευρύ κοινό ποιήματά του, αλλά φωτίζει και πτυχές λίγο ή και καθόλου γνωστές της ζωής και της πολύπλευρης προσωπικότητάς του. Ο ποιητής, ο δάσκαλος, ο γλωσσοπλάστης και γλωσσολόγος ο κριτικός και αισθητικός, ο πεζογράφος και χρονογράφος, ο αγωνιστής, ο άνθρωπος Βάρναλης προβάλλει στις σελίδες αυτού του βιβλίου ζωντανός και επίκαιρος όσο ποτέ άλλοτε, μέσα από τα ίδια του τα κείμενα και τους στίχους του, τις επιστολές και τις συνεντεύξεις του, αλλά κι όσα έγραψαν ή υπέγραψαν για χάρη του άνθρωποι των γραμμάτων και της τέχνης, Έλληνες και ξένοι, και όσα έγραψε ο Τύπος γι αυτόν. Όσα έγραψαν και αυτοί που τον αγάπησαν και αυτοί που τον πολέμησαν.
Όλα αυτά ο συγγραφέας μας τα παραθέτει έχοντας ερευνήσει το αρχείο του Βάρναλη που βρίσκεται στη Γεννάδειο βιβλιοθήκη αλλά και τον Τύπο της εποχής. Είναι λοιπόν αδύνατο σε μια παρουσίαση να καλύψουμε όλα τα θέματα που αγγίζει αυτό το βιβλίο, θα προσπαθήσουμε όμως να αναδείξουμε κάποια από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία του που επιλέξαμε. Στην αρχή συγκινεί ιδιαίτερα τον αναγνώστη μια ανέκδοτη αυτοβιογραφία του Βάρναλη που είχε στείλει ο ίδιος στο Γ. Βαλέτα για το περιοδικό «Αιολικά γράμματα» πριν από τη δικτατορία. «…Είναι η θύμηση της ζωής μου που υπήρξε στο σύνολό της άχαρη, άφιλη, εχθρική. Δε γνώρισα ανθρωπιά και ελευθερία παρά μοναχά στα λίγα χρόνια που έζησα στο Παρίσι. Εκεί, γράφει παρακάτω ο Βάρναλης, ανοίξανε τα μάτια μου και έμαθα να μισώ το Μεγάλο Ψέμα και τη Μεγάλη Απάτη των Μεγάλων του κόσμου…». Συγκλονιστικό είναι και το αυτοβιογραφικό του ποίημα <<Μικρογραφία>> που παρατίθεται πιο κάτω και αναφέρεται στη δυστυχία και στις στερήσεις των παιδικών του χρόνων. Διαβάζουμε ένα απόσπασμα.
 Καλωσύνη δεν γνώρισα!
 Παιδάκι δεν άπλωσε κανείς να με χαηδέψει,
Να με πάρει αγκαλιά να με φιλήσει.
Το στερνοπαίδι εγώ και τ΄αποσπόρι,

Με διώχναν όλοι κι όλοι με χτυπούσαν!
……………………………………………………………
Κυριακάδες, Χριστού και Πάσκα η μάνα
Στην εκλησιά  με τράβαγε ν΄αγιάσω,
Νηστικόν αξημέρωτα, γι΄αντίδερο.
Ώρες στο πόδι, κούραση και πείνα

Και δεν νογούσα τίποτ΄απ΄τα <<γράμματα>>!
Κι άμα ο παπάς εσκόλναε, προσκυνούσα
Στο εικονοστάσι αράδα τις εικόνες…
Κι όξω με καρτερούσε ο Πειρασμός,

Λαχταριστά κουλούρι΄αφράτα, λόφοι.
Όλα τα καλοπαίδια μασουλούσαν
Κι αγέρας μοσκοβόλαγε σουσάμι.
Κοντοστεκόμουν κλαίοντας!- <<Πάρε μου ένα!>>

<<Περπάτα!>> και μου τράνταξε το χέρι.
Να μην κακομαθαίνουν οι φτωχοί!...
Μεγάλωσα νωρίς και ξενιτέφτηκα.
Με τους δικούς μου εξήντα χρόνια ως τώρα

Ούτε γραφή ούτε μήνυμα! Κι ωστόσο
Τους κουβαλούσα μέσα μου όπου πάγαινα:
Κουβαλούσα τον άμοιρο εαφτό μου…
Πουθενά δεν μπορούσα να ριζώσω.

Ξένος παντού και μάζεμα. Γυναίκες
Αληθινές! Μα ο χωρισμός φαρμάκι,
Με τον καιρό συχωρεθήκαν όλοι
Ξενοδικοί. Αργοπόρησα, σειρά μου!

Μα όσο βαθιά και να με κατεβάσουν
Τα σκοινιά, θα κατέβουν κ΄οι κακίες,
Δικές μου κι αλλωνών… Μα το κουλούρι
Θα με βαραίνει πρώτο σα μυλόπετρα,
Πιότερο κι απ΄του τάφου μου την πλάκα
………………………………………………………………..

Η ζωή και το έργο του Βάρναλη παρουσιάζονται στη συνέχεια με ένα χρονολογικό πίνακα που καταγράφει τα κυριότερα γεγονότα από τη γέννησή του μέχρι και τις μεταθανάτιες εκδόσεις έργων του.
Μεγάλο μέρος του βιβλίου αφιερώνεται στο δημοτικιστή Βάρναλη και στους αγώνες του για τη γλώσσα. Ο Βάρναλης γίνεται οπαδός του δημοτικισμού από τα πρώτα φοιτητικά του χρόνια και συμμετέχει σε όλες τις φάσεις του γλωσσικού αγώνα. Είναι εξαιρετικά απολαυστικές εκείνες οι σελίδες από τα <<αυτοβιογραφικά σημειώματά>> του όπου ο ίδιος αφηγείται τις περιπέτειές του. Θύμα των ιδεών του όπως ομολογεί: στοχοποιείται από την τοπική κοινωνία, βάλλεται από μερίδα του Τύπου, διώκεται από τη δικαιοσύνη ως άθεος και <<μαλλιαρός>>, τιμωρείται από την πολιτεία με εξάμηνη παύση από τη θέση του ως καθηγητής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας και τέλος απολύεται. Για την άδικη αυτή τιμωρία του Βάρναλη υπογράφουν διαμαρτυρία και στην Αθήνα και στην Αλεξάνδρεια άνθρωποι του πνεύματος μεταξύ τν οποίων ο Παλαμάς και ο Καβάφης. Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, έχοντας πλέον διαμορφώσει μαρξιστική συνείδηση, τον βλέπουμε να ακολουθεί το κίνημα του σοσιαλιστικού δημοτικισμού, να εντάσσεται δηλαδή σ’ αυτούς που πιστεύουν ότι το γλωσσικό κίνημα έχει μεγάλη πολιτική και κοινωνική σημασία. Η γλώσσα είναι το όργανο με το οποίο ο λαός θα κατακτήσει τη γνώση και αυτό θα τον οδηγήσει στο ξύπνημα της συνείδησής του και στους κοινωνικούς αγώνες για το χτίσιμο της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Οι θέσεις του αυτές τον φέρνουν σε σύγκρουση με τους παλιούς συναγωνιστές του στο γλωσσικό ζήτημα, το Δελμούζο και τον Τριανταφυλλίδη. Η κριτική του για τη γραμματική του Τριανταφυλλίδη είναι σκληρή, τη θεωρεί ήττα του δημοτικισμού, αποτέλεσμα γλωσσικού συμβιβασμού, συνέπεια γλωσσικής παρακμής. Και στα πεζά και στα ποιητικά κείμενα του Βάρναλη που συναντάμε στο βιβλίο έχουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε την άμεση και ολοζώντανη δημοτική γλώσσα του ποιητή με όλη τη γλωσσοπλαστική της δύναμη. Διατηρείται επίσης η ιδιόρρυθμη ορθογραφία κάποιων τύπων που εκείνος είχε καθιερώσει ( νεβρικός, αφτός κ.λ.π.).
Σε διάφορα σημεία του βιβλίου παρακολουθούμε το Βάρναλη να εμπλέκεται σε φιλολογικούς καυγάδες με τον Ξενόπουλο, να απαντά ποιητικά αλλά πολύ δηκτικά στον Παλαμά όταν διαφωνεί ιδεολογικά μαζί του, να συγκρούεται με τους εκπροσώπους του ιδεαλισμού στην τέχνη, τον Αποστολάκη και το Δελμούζο. «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική» και οι «Οι Σκλάβοι Πολιορκημένοι» είναι η απάντηση του Βάρναλη στο έργο του Αποστολάκη: <<Η ποίηση στη ζωή μας>>. Ο ποιητής υπερασπίζεται τις ιδέες του και απαντά στους αντιπάλους του όχι μόνο με την κριτική του αλλά και με το έργο του, ασυμβίβαστος πάντα και οξύς πολλές φορές αλλά όχι από προσωπική εμπάθεια όπως λέει σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό «Εβδομάς» το 1931: «Μπορώ να είμαι φίλος με ανθρώπους που έχουν ιδέες ριζικά αντίθετες από τις δικές μου αρκεί να μη βλέπω πως στους ανθρώπους αυτούς  υπάρχει η διάθεση να με μειώσουν, να με βλάψουν… Ποτέ δεν ήρθα πρώτος σε προσωπικά. Άλλωστε με το θάρρος και την εντιμότητα του γνήσιου πνευματικού ανθρώπου δε διστάζει να αναγνωρίσει τη μεγάλη αξία του έργου δημιουργών όπως ο Καβάφης με τον οποίο τον χωρίζουν γλωσσικές και ιδεολογικές διαφορές. Για τον Καβάφη γράφει πολύ κολακευτικά λόγια ο Βάρναλης διαλέγεται όμως ποιητικά μαζί του με τρόπο που αναδεικνύει τις διαφορές τους. Έτσι, με το ποίημα του <<Ελευθερίης φάος ιρόν>> παρωδεί το ποίημα του Καβάφη <<Η Πόλις>> και στον καβαφικό στίχο: δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό, ο Βάρναλης απαντά: αν ζητάς ανθρωπιά και δίκιο νόμο, δεν είναι εκεί που πας. Ν’ αλλάξεις δρόμο! Παρωδία έχουμε τη δυνατότητα να απολαύσουμε κι άλλη σ’ αυτό το βιβλίο, ήταν άλλωστε ένα είδος με το οποίο ασχολήθηκε με επιτυχία ο Βάρναλης.
Τον Οκτώβρη του 1935, με τη δικτατορία του Κονδύλη, ο ποιητής συλλαμβάνεται μαζί με πολλούς άλλους πνευματικούς ανθρώπους και παίρνει τον δρόμο της εξορίας για τον Αΐ-Στράτη. «Εννοείται πως δε φρόντισα ούτε να προφυλαχτώ, ούτε να κρυφτώ σε κανένα σίγουρο καταφύγιο – θα γράψει σε άρθρο του λίγο αργότερα- Όπως πάντα στη ζωή μου συνήθισα να μην κρύβω, να μην καμουφλάρω τη σκέψη μου και τα αισθήματά μου, γιατί η ισάδα και η ειλικρίνεια είναι βιοτικό σύστημα πιο άνετο και πιο αποτελεσματικό για την εσωτερική γαλήνη του ανθρώπου…».  
Στο ποίημά του «Στην εξορία» που αναφέρεται σ’ αυτά τα γεγονότα ο Βάρναλης νιώθει περήφανος που υπήρξε συνεξόριστος και συνδεσμώτης με τον Γληνό.
Τυχερέ, κείνο το άθλιο δειλινό/ σε δέσαν με το δάσκαλο Γληνό
Μεγάλα μάτια αστραφτερά, στητός/ κι ατάραγος πάνω απ’ τη Μοίρα αφτός,
Κοιτούσε την ερχόμενην ευδία/ Συ νεβρικός από την αηδία.
Μαζί μας, τελευταίοι, με το βαπόρι/ πρεζάκηδες, αλάνια, λαθρεμπόροι.
Ξεπίτηδες, για να φανεί, πως ίσια/ λογιούνται η Λεφτεριά και τα χασίσια.
Στο σημείο αυτό έχουμε την ευκαιρία να διαβάσουμε και την έντονη διαμαρτυρία προς το βασιλιά Γεώργιο για τον εκτοπισμό των Ελλήνων διανοουμένων που υπογράφουν πάνω από 79.000 Γάλλοι πνευματικοί άνθρωποι κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στο Βάρναλη και το Γληνό τους οποίους αποκαλούν διαπρεπείς συναδέλφους τους. Στην εξορία ο Βάρναλης δε σταματά να γράφει όπως δε σταματούσε άλλωστε ποτέ και στα διαστήματα της ζωής του που νοσηλευόταν στα νοσοκομεία. Αντίθετα και στις δυο περιπτώσεις θεωρούσε εξαιρετική ευκαιρία το να μπορεί να γράφει απαλλαγμένος από το βιοποριστικό άγχος. Εδώ θα βρούμε και τα ποιήματα της εξορίας με έντονο αγωνιστικό χαρακτήρα.
Στο τέλος του βιβλίου ο συγγραφέας καταπιάνεται και με το ερώτημα γιατί ο ποιητής αρκετά ποιήματά του ενώ τα δημοσίευε σκόρπια σε διάφορα περιοδικά δεν τα συμπεριέλαβε αργότερα στις συλλογές του ενώ κάποια άλλα τα αναδημοσίευε ξαναδουλεμένα ή και εντελώς παραλλαγμένα. Στα καθαρά φιλολογικά αυτά ζητήματα ο συγγραφέας δίνει τεκμηριωμένες απαντήσεις αφού παραθέσει τις απόψεις και άλλων μελετητών του Βάρναλη. Τα «αθησαύριστα» ποιήματα του Βάρναλη παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Είναι αυτά που μετά την πρώτη τους δημοσίευση σε κάποιο δυσεύρετο σήμερα περιοδικό ή εφημερίδα της εποχής δεν έχουν καταγραφεί σε καμία ποιητική συλλογή αλλά και όσα ανασύρθηκαν από το αρχείο του Βάρναλη και είναι άγνωστο αν κάποτε έχουν δημοσιευτεί και πού.  Ένα από αυτά τα τελευταία που θα διαβάσουμε βρέθηκε άτιτλο στο αρχείο του ποιητή και είναι πιθανότατα γραμμένο τη δεκαετία του 1950. Η επιμελήτρια του αρχείου Θεανώ Μιχαηλίδου του έδωσε τον τίτλο «Το όχι του λαού» από τη λέξη όχι που είχε αναγράψει, άγνωστο γιατί, στο χειρόγραφο ο ίδιος ο Βάρναλης. Διαβάζουμε το ποίημα αυτό
Ποιος είναι κείνος ο λαός, που λέει στους ξένους «όχι»
και που κρατάει κατάκορφα της λεφτεριάς τη λόχη
κι όντας οι λίγοι αφέντες του, που τον διαφεντεύγουν
τον παρατάν μεσοστρατίς και ασκώνονται και φεύγουν;
Ποιος είναι κείνος ο λαός, που στάθηκε λιοντάρι,
όντας του πέσανε μαζί δυο κολοσσοί κουρσάροι
κι από τα ξένα οι αφέντες του, αντί να τον βοηθήσουν,
τα φκιάνανε με τον Οχτρό για να ξαναγυρίσουν.
Ποιος είναι κείνος ο λαός, που πάντα προδομένος
πολέμαγεν αβόηθητος, ξυπόλυτος, δεμένος
και θάμπωνε τον ουρανό, τη γη και τα πελάη
κι ο πιο μεγάλος φάνταζε μικρός σ’ αφτόνε πλάι;
Ποιος είναι κείνος ο λαός, που με καρδιά τσελίκι
πολέμαγε για λεφτεριά και πέθαινε για νίκη
μα τούχωναν μπαμπέσικα, τη μαχαιριά στην πλάτη
του ξένου η αρπάχτρα κάκητα, του ντόπιου η δόλια απάτη;
Όλ’ οι λαοί κι όλοι μικροί μεγάλοι κάθε τόπου
που αγωνιστήκανε να σώσουν την τιμή τ’ ανθρώπου
μα πιότερο ο ελληνικός, ο πρώτος μες τους πρώτους
πρώτος μέσα στους νικητές και μες τους αλυτρώτους

Το βιβλίο του Ηρακλή Κακαβάνη συμβάλλει σημαντικά όπως είδαμε στη μελέτη της ζωής και του έργου του Βάρναλη αλλά προσφέρει και κάτι άλλο: φέρνει ξανά στο προσκήνιο τον ξεχασμένο ποιητή σε μια εποχή που έχει ανάγκη και το λόγο του και το ήθος του.
Ωραίος γιατί είναι αληθινός, επίκαιρος μα και διαχρονικός, δικός μας και πανανθρώπινος, ο Βάρναλης έζησε 91 χρόνια γεμάτα δημιουργία και αγώνες, ξεπέρασε όλες τις αντιξοότητες, συμμετείχε ενεργά σε όλα τα μεγάλα γεγονότα του καιρού του: Πόλεμοι, Κατοχή- Αντίσταση, γλωσσικό κίνημα κοινωνικοί και πνευματικοί αγώνες και άλλα πολλά. Ήταν άραγε μόνο η δυνατή και προικισμένη του φύση που τον βοήθησε; Ο αναγνώστης αυτού του βιβλίου θα ανακαλύψει νομίζω άλλο ένα μυστικό που ο δάσκαλος  μας αποκαλύπτει και με τα δικά του λόγια θα ήθελα να κλείσω απόψε. Σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό «Γυναίκα» το 1958 απαντώντας σε σχετική ερώτηση λέει ο Βάρναλης: «Ο αγώνας διατηρεί τον άνθρωπο νέο, του δίνει όρεξη και πίστη για τη ζωή. Αλίμονο σ’ εκείνους που σταυρώνουν τα χέρια τους και παύουν ν’ αγωνίζονται για ένα έργο, για μια ιδέα, για ένα ανώτερο ιδανικό. Οι άνθρωποι αυτοί σκουριάζουνε και γερνάνε».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου