Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΟΣ ΥΜΝΟΣ (Ποίημα το Κώστα Βάρναλη στο Περιοδικό «Γράμματα»)



Το ποίημα «Διονυσιακός ύμνος» του Κώστα Βάρναλη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Γράμματα» της Αλεξάνδρειας το 1913. Υπάρχει στην ψηφιακή συλλογή «Κοσμόπολις» του Πανεπιστημίου Πατρών (http://xantho.lis.upatras.gr/kosmopolis). Εχω την εντύπωση όμως ότι είναι προσιτό μόνο στους μελετητές και ερευνητές. Μια πρόχειρη έρευνα στο google έδειξε ότι δεν υπάρχει  σε άλλο σημείο του διαδικτύου.  

ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΟΣ ΥΜΝΟΣ

Πια το κατασταλμένο
το κρασί ζητάει θερμότερον
ασκί- και δεν κρατάει
τα στρογγυλόχυτα μαλλιά μας
το χαλινάρι της μερτιάς!
Ω! με πήδους αεροζύγιαστους
ας χαρούμε της γενιάς μας
την ασημόβαφη τη ρίζα
και πλαταίνοντας το στόμα
που τον πλιον άσκημο πει
λόγο ή που κάνει τη χειρότερη
χερονομιά, μαυροφρυδάτος
νιος ωριός, ο πρώτος είν'
ευπατρίδης, που το ξέρει!
Ω καλοξημερωμενοι
πάντα εμείς, που oι ανηφόροι
της ελικιάς τη χρυσή δάδα
δε μας σβήνουν - κι απ' το στηθος
δεν κόβουμε τα φυσικά μας
πως – τ' αχρομπουμπουκο, γλυκό
μπόδιο της πικρής σαγίττας
οι Αμαζόνες· γιατί κάθε
που σταθούμε σε κολόνα,
η σοφία μας τα ομορφαίνει,
δίχως να το αποζητάμε·
κι απ' την αξιά μας ποτισμενο
πα στου δοράτου την κορφή
φαρμακερό, μονόφυλλο
χαλκολούλουδον ανθεί!

 Ω με κορμί, άγουρε καρπέ
της Σεμέλης, τόσα τέλειο,
σαν θνητός, που έτσι τον γγίζει·
που,  στο βάρβαρο πετώντας
γυαλό τα βαριά στολίδια,
γυμνός μες τη γαλάζια μέρα
τη δική μας λαμποκόπησες·
κι ανάδωκεν η γης τ' ολόδροσο,
το σπαρταριστό βυζί
του κρασιού, το θείο σταφύλι,
βασταμένο ορθά απ' τις πράσινες,
τις ανάτρομες παλάμες!
Ω που τ' άνθισμα της ήβης σου
των Νυμφών έθρεφε τα μάτια
με δάκρυα, το παρθενικό
ρογί του αμάλαγού των κόρφου
σαν γλυκοπιπίλιζες!
Κι όσο μες τα κρύα τα σπήλια
και μες το μεσουράνιον ήλιο
πύρωνε στο γαίμα σου
της θεότης σου το μέστωμα,
νέα δύναμη ξύπναε τα φύλλα
και το γιομάτο γελοίο σου
βαθιά σκίζε το θρυμπιστό
χώμα, σαν κρουσταλλένιο υνί,
το δοξαστό σου διάβ' ανοίγοντας!

Πίσω σου με τα πράσινα,
τ' αμυγδαλωτά τους μάτια
σκύβουν και κυττάν απάνω
τρεκλιστά, έχοντας βαθιό
και σκοτεδερό τ' αφάλ' οι
διπλόνυχοί σου Σάτυροι·
που στα μακρυά τους δόντι' ανάμεσα
η βραχνή γλώσσα, που όλο καιει,
πλάι κρεμασμένη, δε χωρίζει
τα βαλάνι' από τα μήλα·
και μυρίζοντας αγλύφουν
όσες από στενοχώρια
σε φλίδα ζουμερή και νέα
κάνουνε, σκούζοντας, ζυγές
τρύπες με τα κέρατα!
Και μοναχά τους δυστυχαίνει,
όπου ανθρώπ' είναι μισοί
κι όχι ολόκληροι τραγιά!

Κι απ' το δρόμο γληγοραίνοντας
των ρουθουνιών τ' ανοιγοσφάλι,
τούφες χάλκινων μαλλιών
στον τερπνό αγέρι μαδούν oι
Βάκχες! Το λουρί στη μέση
τη γυμνή ανάγυρτες σφίγγουν,
όθε μες τ' ανοιχτά σκέλια
τ' ογρό κρεμάνε ξυλοπότηρο,
που ευκολάναφτο τες κάνει
το κορμί, καθώς τον πεύκο
το ρετσίνι, - που σταλάζει,
όθε σκάσιμον. εύρει!
Και με τα χέρια, που δαμάζουν
τα πρωτόγνωρα ταυριά,
την κοιλιά πατούν αδάμαστη,
που τον άδειο αέρα βυζαίνει!

Κι απ' το βάρος του ματιού σου
ο γλυκός Αμπελος λυγάει
κι oι μαλακοί του πλόκαμοι
κοιμίζουν το πυρό σου μάγουλο·
που μαύροι απ' όξω, άσπροι από μέσα,
ολόσγουροί, ως τα πόδια του,
(από το φως αθώρητα)
φτάνουν, όπου ευκολοράγιστες
oι φλέβες ξεχωρίζουνε.
Κι όλο σε αλακόν αφρόχωμα
λαφροπατώντας δουλεμένο,
τη μονιά σταίνει, των ζεφύρων
καημός και χάδι, όπου κανένα
φύτρο άλλο ή ζούμενο δέ στέκει·
και μες τα λυγερά του μέλη,
κυκλογυρίζει πάντα η Ανοιξη
με το μελούδι το δικό σου
και δάκρυα χύνει, όντας του ξέβγεις!

Κι από κλωνάρι αγριοσυκιάς
ασημοφλουδάτο
και γαλατερό,
που όσο πιο νέο, τόσο λιγώτερο
σπάζει λυγώντας,
στων αγοριώνε τα ιδρωμένα
τα χέρια ξέχειλος ορμάει
κατάκορφα ο ιερός φαλλός!
Ω πα στο φουντωτό δοξάρι,
το δίμελο,
σαγίττα ριζωμένη ολόφλογη
με το μαργαριτάρι ομπρός·
ω της ζωής προσάναμμ' άφθορο,
που θραύεις της ανυπαρξίας
τα δεσμά κάμνοντας τη γης
με τα σπονδίσματα σου
αθανασίας κερήθρα!
Χαρά μας! που στο πανηγύρι
αργεύεις τ' αλαφρό μας πάτημα,
μακρυάθε απ' τα λοξά τα μάτια
σημαδευτός!

Κι ο κατακόκκινος ο τράγος,
ο κατσουφομέτωπος,
μες το πέλαο των κεράτων
όρθιος Ποσειδώνας,
ας συρθεί μπροστά, ποδίζοντας
στην τριχιά κυματιστός,
κι ας δείχνει μοναχά τ' ασπράδι
των ματιώνε του ο θυμός·
να βάψει τη βαθουλωτή
την πέτρα ολάχνιστ' η ζωή του
για σένα, που του χάρισες
πλιότερες την κάθε ήμερα
χαρές από τες δικές σου!
και στη φλόγα η αδρυά του τρίχα
μυρωδιά κακιά ν' αλλάξει·
και το ξιστρεμμένο του τομάρι
να γένει οικιά άλλης βαρβατιάς,
κάθε μαξουλιού καινούργιου.

Ω χαροκόπε Θεέ, του νου
και των χειλιών που λεις τον κόμπο·
στα μεριά σου, που τα γλύφουν
πάνθηρες λιγνομεσάτοι
γραμμωτές μελανοφέρουν
οι νυχιές του Σειληνού·
ω, που όντας συ τρελλαίνεσαι
κοκκινίζουν τα σταφύλια,
ήλιε χρυσέ των αμπελιών·
στη χώρα μας, που οι ομορφύτεροι
γερόντοι αξιώνονται σε αγώνα
κ' η Αθηνά τα ζύγια εχάρισε
και το βοϊδάμαξο τ' αργό,
το χοντροκομμένο ξυλοπάπουτσο
έδωκες, που φορώντας το
το Αιώνιο Πνεύμα, άφθαστον άνοιξε,
με τα δυο κέρατα του τράγου,
μες την καρδιά τη δίδυμη
πηγή του δάκρυου και του γέλοιου!
Στα παπαρουνάτα χείλια μας
δόσε βροχή τα σπάνια λόγια,
που εδώ στο πατημένο χώμα
φυτρώνει τα έργ' ανάκατα
σοφά ή τρελλά, που το ίδιο
ψήλος ανεμίζουνε!
Και μας με την απαντοχή
για τον ξαναρχομό σου πάλι
τα τραγίσια μας τομάρια,
τα χλωρά, πα στο καρφί
δε θα ξεμυρίσουν ως του χρόνου!
(«Γράμματα», τεύχ. 15-16, 1913)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου